unscrupulous
English > Greek (Woodhouse)
adj.
V. and V. τολμηρός, θρασύς, V. πάντολμος, παντότολμος.
Wicked: P. and V. κακός, πανοῦργος, πονηρός, V. παντουργός.
adj.
V. and V. τολμηρός, θρασύς, V. πάντολμος, παντότολμος.
Wicked: P. and V. κακός, πανοῦργος, πονηρός, V. παντουργός.