κυλικίς, -ίδος, ή (AM)μικρή κύλικαμσν.φάρμακο, καταπότιοναρχ.θήκη φαρμάκων.[ΕΤΥΜΟΛ. < κύλιξ, -ικ-ος + υποκορ. κατάλ. -ίς (πρβλ. αιλουρίς, σταφυλίς)].
ίδος, ἡ, = κυλίκιον, kleine Büchse, zu Arzneien, Ath. XI.480c.