λυρῳδός

Revision as of 16:39, 24 November 2022 by Spiros (talk | contribs) (pape replacement)

English (LSJ)

v. λυραοιδός.

French (Bailly abrégé)

v. λυραοιδός.

Russian (Dvoretsky)

λῠρῳδός: ὁ и ἡ стяж. = λυραοιδός.

Greek (Liddell-Scott)

λῠρῳδός: ὁ, συνῃρ. ἀντὶ λυραοιδός, ὃ ἴδε.

Greek Monolingual

λυρῳδός, ασυναίρ. τ. λυραοιδός, ὁ (Α)
αυτός που τραγουδά με μουσική υπόκρουση λύρας.
[ΕΤΥΜΟΛ. < λύρα + -ῳδός (< ἀοιδός < ἀείδω «τραγουδώ»), πρβλ. κιθαρωδός, τραγωδός].

Greek Monotonic

λῠρῳδός: συνηρ. αντί λυρ-αοιδός.

German (Pape)

ὁ, = λυραοιδός, Plut. Sull. 33 und andere Spätere