κορμάζω

Revision as of 16:39, 24 November 2022 by Spiros (talk | contribs) (pape replacement)

English (LSJ)

saw up into logs, D.H.20.15 (Pass.).

Greek (Liddell-Scott)

κορμάζω: κόπτω εἰς κορμούς, τεμάχια, Διον. Ἁλ. 20. 6.

Greek Monolingual

κορμάζω (Α) κορμός
κόβω κάτι σε κορμούς, τεμαχίζω, κομματιάζω («ὕλη κορμασθεῖσα κατά μέρη», Διον. Αλ.).

German (Pape)

in Klötze, κορμοί, schneiden, hauen, zerstücken; ὕλη κορμασθεῖσα κατὰ μέρη Dion.Hal. Epit. 20.6.