αἰκέλιος

Revision as of 16:41, 24 November 2022 by Spiros (talk | contribs) (pape replacement)

English (LSJ)

ον, poet. for ἀεικέλιος, Thgn. 1344, E.Andr.131 (lyr.).

Spanish (DGE)

-α, -ον
• Alolema(s): ἀεικ- Hom., A.R.1.304, 2.1126, Nic.Th.271, INap.95.3 (I d.C.)
• Morfología: [-ος, -ον Od.19.341]
I 1inconveniente, temible πληγή Od.4.244, ἀλαωτύς Od.9.503, ἄλγος Od.14.32, νύχμα Nic.l.c.
ultrajante δεσμός Sol.3.25
funesto ὄρνις A.R.1.304, ναῦς A.R.2.1126, Μοῖρά τις ἀεικέλιος INap.l.c.
2 miserable, inferior, vil χιτών Od.24.228, κοίτη Od.19.341, δέμας E.Andr.131, ἔργον Luc.Syr.D.25 (ap. crít)
de pers. indigno, vil, Od.6.242, ἐπ' αἰκελίῳ παιδὶ δαμείς Thgn.1344, με ἕλεν κάματος λυγρὸς ἀεικέλιον IG 22.7198 (II d.C.)
de un ejército indigno, cobarde, Il.14.84.
II adv. -ως inconveniente, terriblemente ῥυστάζειν Od.16.109, 20.319, ἐδαμάσθην Od.8.231.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
c. ἀεικέλιος.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

αἰκέλιος -ον poët. voor ἀεικέλιος.

Russian (Dvoretsky)

αἰκέλιος: Eur. = ἀεικέλιος.

Greek (Liddell-Scott)

αἰκέλιος: -ον, ποιητ. ἀντὶ τοῦ ἀεικέλιος, Θέογν. 1344, Εὐρ. Ἀνδρ. 131.

Greek Monotonic

αἰκέλιος: -ον, ποιητ. αντί ἀεικέλιος.

Middle Liddell

[poetic for ἀεικέλιος

German (Pape)

ἀεικέλιος, 344; Eur. Andr. 131.