μαιμάσσω
English (LSJ)
= μαιμάω, AP9.272 (Bianor); ἐμαίμασσεν ἐκ κοιλίας μητρός LXX Jb.38.8; dub.l., ib.Je.4.19.
French (Bailly abrégé)
c. μαιμάω.
Russian (Dvoretsky)
μαιμάσσω: быть охваченным сильным желанием, жаждать Anth.
Greek (Liddell-Scott)
μαιμάσσω: τῷ ἑπομ., Ἀνθ. Π. 9. 272· - μαιμάζω· «μαιμάζει, σφύζει, κλονεῖται πηδᾷ, κυματοῦται, καχλάζει, καταδαπανᾶται, καταναλίσκει» παρὰ Σουΐδ.
Greek Monolingual
μαιμάσσω (AM)
1. μαιμώ
2. προκαλώ τρόμο σε κάποιον, τρομάζω κάποιον.
[ΕΤΥΜΟΛ. Μεταπλασμένος τ. του μαιμάω που εμφανίζει επίθημα -(ά)σσω (πρβλ. λαιμ-άσσω)].
Greek Monotonic
μαιμάσσω: = το επόμ., σε Ανθ.
Middle Liddell
German (Pape)
in heftiger, stürmischer Bewegung sein, ὕδωρ, Bian. 4 (IX.272); und übertragen von leidenschaftlicher Bewegung, auch heftig verlangen, VLL, worauf auch die Glosse des Hesych. unter dem verschriebenen μεμάσσω geht.