κυνόμυια

Revision as of 16:43, 24 November 2022 by Spiros (talk | contribs) (pape replacement)

English (LSJ)

ἡ, A v. κυνάμυια. II = ψύλλιον, Dsc.4.69.

French (Bailly abrégé)

ας (ἡ) :
c. κυνάμυια.

Russian (Dvoretsky)

κῠνόμυια: ἡ Luc., Anth. = κυνάμυια.

Greek (Liddell-Scott)

κῠνόμυια: ἡ, ἴδε κυνάμυια.

Greek Monolingual

κυνόμυια, ἡ (Α)
1. κυνάμυια
2. το φυτό ψύλλιο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κυν(ο)- + μυῖα «μύγα» (πρβλ. χαλκό-μυια)].

Greek Monotonic

κῠνόμυια: ἡ = κυνάμυια, σε Ανθ., Λουκ.

Middle Liddell

κῠνό-μυια, ἡ, = κυνάμυια, Anth., Luc.]

German (Pape)

ἡ, Hundsfliege (s. oben κυνάμυια); Ael. H.A. 4.51, 6.37; Luc. Gall. 31 und andere Spätere; – ὦ γαστὴρ κυν. Ep.adesp. 107 (Plan. 1.9); Lucill. (XI.265).