λοιβεῖον

Revision as of 16:44, 24 November 2022 by Spiros (talk | contribs) (pape replacement)

English (LSJ)

τό, cup for pouring libations, Plu. Aem.33, Marc.2.

French (Bailly abrégé)

ου (τό) :
vase pour les libations.
Étymologie: λοιβή.

Russian (Dvoretsky)

λοιβεῖον: τό культ. сосуд для возлияний Plut.

Greek (Liddell-Scott)

λοιβεῖον: τό, ἀγγεῖον πρὸς σπονδὴν χρησιμεῦον, Πλουτ. Αἰμ. 33, Μάρκελλ. 2· «σπονδεῖον, ᾧ τὸν οἶνον ἐπισπένδεις, καὶ λοιβεῖον, ᾧ τοὔλαιον» Πολυδ. Ι΄, 65.

Greek Monolingual

λοιβεῖον, τὸ (Α) λοιβή
αγγείο για σπονδή («ἀργυρᾱ λοιβεῖα... τοῖς θεοῖς καθιέρωσεν», Πλούτ.).

Greek Monotonic

λοιβεῖον: τό, αγγείο που χρησίμευε στις σπονδές, σε Πλούτ.

Middle Liddell

λοιβεῖον, ου, τό,
a cup for pouring libations, Plut. [from λοιβή

German (Pape)

τό, Gefäß zum Trankopfer, wie λοιβάσιον, Plut. Marcell. 2; Poll. 10.65 macht denselben Unterschied, der unter λοιβάσιον aufgeführt ist.