λοιβάσιον
From LSJ
Δεινότερον οὐδὲν ἄλλο μητρυιᾶς κακόν → Nulla est noverca pestis exitalior → Kein schlimmres Übel gibt's als eine Stiefmutter
English (LSJ)
τό, = λοιβεῖον (cup for pouring libations), Epich. 79 (pl.), cf. Ath. 11.486a.
Greek (Liddell-Scott)
λοιβάσιον: [ᾰ], τό, λοιβεῖον, Ἐπίχ. 58 Ahrens, πρβλ. Ἀθην. 486Β.
Greek Monolingual
λοιβάσιον, τὸ (Α)
το λοιβείον.
[ΕΤΥΜΟΛ. < λοιβεῖον + κατάλ. -άσιον (πρβλ. καμηλάσιον, ιππάσιον)].
German (Pape)
τό, = λοιβεῖον, Epicharm. bei Ath. IX.408c, auch XI.486b, eigentl. ᾧ τὸ ἔλαιον ἐπισπένδουσι τοῖς ἱεροῖς, während σπονδεῖον der Becher zur Weinspende sei.