περίνους

Revision as of 16:46, 24 November 2022 by Spiros (talk | contribs) (pape replacement)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

English (LSJ)

-ουν, contr. for περίνοος.

Greek Monolingual

-ουν, ΝΑ
αυτός που έχει περίνοια, συνετός, μυαλωμένος, νουνεχής, σώφρων, προσεκτικός.
[ΕΤΥΜΟΛ. < περι- + -νους (< νόος, νοῦς)].

Russian (Dvoretsky)

περίνους: стяж. = περίνοος.

German (Pape)

zusammengezogen aus περίνοος.