-ουν, contr. for περίνοος.
-ουν, ΝΑαυτός που έχει περίνοια, συνετός, μυαλωμένος, νουνεχής, σώφρων, προσεκτικός.[ΕΤΥΜΟΛ. < περι- + -νους (< νόος, νοῦς)].
περίνους: стяж. = περίνοος.
zusammengezogen aus περίνοος.