εὐφορβία

Revision as of 16:48, 24 November 2022 by Spiros (talk | contribs) (pape replacement)

English (LSJ)

ἡ, high feeding, σφαδᾴζεις πῶλος ὣς εὐφορβίᾳ S.Fr. 848.

Russian (Dvoretsky)

εὐφορβία:хороший или обильный корм Soph. ap. Plut.

Greek (Liddell-Scott)

εὐφορβία: ἡ, πολυτροφία, σφαδᾳζεις πῶλος ὥς εὐφορβίᾳ, γαστήρ τε γάρ σου καὶ γνάθος πλήρης Σοφ. Ἀποσπ. 727 (Πλούτ. 2, 280F).

Greek Monolingual

εὐφορβία, ἡ (Α) εύφορβος
καλή, άφθονη τροφή ζώων («σφαδάζεις πῶλος ὥς εὐφορβίᾳ γαστήρ τε γάρ σου καὶ γνάθος πλήρης», Σοφ.).
η (ΑΜ εὐφόρβιον, τὸ Εύφορβος
1. είδος φυτού (κν. γαλατσίδα)
2. ο γαλακτώδης χυμός του φυτού αυτού.

German (Pape)

ἡ, gute Nahrung, Soph. frg. 727.