εύφορβος Search Google

From LSJ

Ὡς ἡδὺ κάλλος, ὅταν ἔχῃ νοῦν σώφρονα → Quam dulce facies pulchra cum ingenio probo → Wie froh macht Schönheit, wenn sie klugen Sinn besitzt

Menander, Monostichoi, 555

Greek Monolingual

εὔφορβος, -ον (Α)
1. (για ζώα) ευτραφής, καλοθρεμμένος
2. (για γη) εύφορη, γόνιμη.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + φορβή «τροφή» (< φέρβω «τρέφω») τ. που εμφανίζει την ετεροιωμένη βαθμίδα φορβ- του θ. φερβ-].