ὑδρόρροια

Revision as of 16:52, 24 November 2022 by Spiros (talk | contribs) (pape replacement)

English (LSJ)

ἡ, = ὑδρορρόα (watercourse, water-course, conduit, canal, sluice, gutter, spout, hidden rock in the sea) I, Plb. 4.57.8.

Russian (Dvoretsky)

ὑδρόρροια: ἡ Polyb. = ὑδρορρόα 1.

Greek (Liddell-Scott)

ὑδρόρροια: ἡ, = τῷ προηγ., Πολύβ. 4. 57, 8· ἴδε Λοβέκ. εἰς Φρύνιχ. 497.

Greek Monolingual

η / ὑδρόρροια, ΝΜΑ υδρορόος
νεοελλ.
ιατρ. άφθονη εκροή υδαρούς υγρού από μια κοιλότητα του σώματος, όπως λ.χ. εγκεφαλονωτιαίου υγρού από τη μύτη ή από το αφτί σε κατάγματα του πρόσθιου ή του μέσου κρανιακού βόθρου, αντίστοιχα, ή αμνιακού υγρού ή έκκρισης φθαρτού κατά την εγκυμοσύνη
αρχ.
οχετός, αυλάκι νερού.

German (Pape)

ἡ, = ὑδρορρόα; Lobeck Phryn. p. 492; Pol. 4.57.8.