συνοφρύωμα

Revision as of 16:58, 24 November 2022 by Spiros (talk | contribs) (pape replacement)

English (LSJ)

ατος, τό, meeting of the eyebrows, frowning Sch.Il.17.136, EM364.8.

Greek (Liddell-Scott)

συνοφρύωμα: τό, ἡ τῶν ὀφρύων συνάντησιςἕνωσις, Σχόλ. εἰς Ἰλ. Ρ. 136, Ἐτυμολ. Μέγ.

Greek Monolingual

το, ΝΜΑ συνοφρυοῦμαι / συνοφρυώνομαι
σούφρωμα τών φρυδιών από λύπη ή δυσαρέσκεια.

German (Pape)

τό, die Verbindung der Augenbrauen, das Zusammenfließen derselben, Sp.