μακρόπνοος

Revision as of 17:00, 24 November 2022 by Spiros (talk | contribs) (pape replacement)

English (LSJ)

ον, contr. μακρό-πνους, ουν, deep-breathed, or (acc. to others) as substantive μ., ὁ, deep breathing, Hp.Epid.2.3.7, 6.2.4: metaph., ἕλκεις μ. ζόαν… a wearisome life, E.Ph.1535 (lyr.).

Russian (Dvoretsky)

μακρόπνοος: стяж. μακρόπνους 2 долговременный, продолжительный, долгий (ζωά Eur. - v.l. μακρόπονος).

Greek (Liddell-Scott)

μακρόπνοος: -ον, συνῃρ. -πνους, ουν, ὁ κατὰ μακρὰ διαστήματα ἀναπνεόμενος, ἢ (κατ᾿ ἄλλους) ὡς οὐσιαστ., μ., ὁ, ὁ μακρὰ ἀναπνέων, ἀντίθετ. τῷ βραχύπνοος, Ἱππ. 1025C, 1169A· ἕλκεις μακρόπνουν ζωάν, μακρόβιον ζωήν, Εὐρ. Φοίν. 1535.

Greek Monolingual

-η, -ο
βλ. μακρόπνους.

Greek Monotonic

μακρόπνοος: -ον, συνηρ. -πνους, -ουν, αυτός που παίρνει βαθιά ανάσα, αυτός που παρατείνεται για πολύ χρόνο, σε Ευρ.

German (Pape)

lang-, tiefatmend, Medic.; ζωά, langes Leben, Eur. Phoen. 1531.