Φοβοῦ τὸ γῆρας, οὐ γὰρ ἔρχεται μόνον → Fear old age, for it never comes alone
η1. ανάσασμα, αναπνοή2. μικρό διάλειμμα στην εργασία, ανάπαυλα.[ΕΤΥΜΟΛ. < ανασαίνω, υποχωρητ. (πρβλ. ανασταίνω: ανάστα)].