κνισοκόλαξ

Revision as of 17:01, 24 November 2022 by Spiros (talk | contribs) (pape replacement)

English (LSJ)

ᾰκος, ὁ, dinner-parasite, Asius 1, cf. Phryn.PSp.81 B. cod. (κυσοκόλαξ cj. Kaibel).

Greek (Liddell-Scott)

κνῑσοκόλαξ: ὁ, παράσιτος δείπνου, αἴσχιστος κόλαξ, Ἄσιος παρ’ Ἀθην. 125D, πρβλ. Α. Β. 47.

Greek Monolingual

κνισοκόλαξ, -ακος, ὁ (Α)
αίσχιστος κόλακας.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κνῖσα + -κόλαξ (< κόλαξ), πρβλ. λιμοκόλαξ, ψωμοκόλαξ.

German (Pape)

ὁ, s. κνισσοκόλαξ.