λιμοκόλαξ

From LSJ
Menander, fragment 761
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: λῑμοκόλαξ Medium diacritics: λιμοκόλαξ Low diacritics: λιμοκόλαξ Capitals: ΛΙΜΟΚΟΛΑΞ
Transliteration A: limokólax Transliteration B: limokolax Transliteration C: limokolaks Beta Code: limoko/lac

English (LSJ)

ᾰκος, ὁ, hungry flatterer, ib.1074.

Greek (Liddell-Scott)

λῑμοκόλαξ: -ᾰκος, ὁ, πειναλέος κόλαξ, Κωμ. Ἀνώνυμ. (270) ἐν τοῖς Α. Β. 50.

Greek Monolingual

λιμοκόλαξ, -ακος, ὁ (Α)
πειναλέος κόλακας.
[ΕΤΥΜΟΛ. < λιμός + κόλαξ (πρβλ. δημοκόλαξ, μουσοκόλαξ)].

German (Pape)

[ῑ], ακος, ὁ, Schmeichler aus Hunger, B.A. 50.3.