ὠφελήσιμος

Revision as of 17:02, 24 November 2022 by Spiros (talk | contribs) (pape replacement)

English (LSJ)

ον, useful, serviceable, profitable, πολλοὶ μὲν ἐχθροί, παῦρα δ' ὠ. S.Aj.1022; ὠ. [λόγος] Ar.Av.317 (troch.).

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
1 utile, avantageux;
2 secourable, bienveillant.
Étymologie: ὠφελέω.

Russian (Dvoretsky)

ὠφελήσῐμος: оказывающий помощь или благодеяние, благодетельный, полезный Soph., Arph.

Greek (Liddell-Scott)

ὠφελήσιμος: -ον, χρήσιμος, ὠφέλιμος, ἐξ οὗ δύναταί τις νὰ ὠφεληθῇ, πολλοὶ μὲν ἐχθροί, παῦρα δ’ ὠφ. Σοφ. Αἴ. 1022· ὠφ. λόγος Ἀριστοφ. Ὄρν. 317.

Greek Monolingual

-ον, Α
ωφέλιμος, χρήσιμος («λόγον... ἡδύν, ὠφελήσιμον», Αριστοφ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὠφελῶ + κατάλ. -ήσιμος (πρβλ. βοηθ-ήσιμος)].

Greek Monotonic

ὠφελήσιμος: -ον, χρήσιμος, ωφέλιμος, σε Σοφ., Αριστοφ.

Middle Liddell

ὠφελήσιμος, ον, from ὠφελέω, useful, serviceable, Soph., Ar.

English (Woodhouse)

advantageous, beneficial, serviceable, useful

German (Pape)

ον, nützlich, nutzbar; Ar. Av. 317; Gegensatz ἐχθρός Soph. Aj. 1001.