полезный
From LSJ
Russian > Greek
διάφορος, ὑπηρετικός, ἐπῳδός, ἐπιδικάσιμος, ὠφελήσιμος, ὠφέλιμος, ἐπιτήδειος, ἐπιτήδεος, ὀνήσιμος, λυσιτελής, πρόσφορος, ποτίφορος, χρειώδης, εὔχρηστος, κερδαλέος, χρήσιμος, ἀρωγός, σύμφορος, ὀνησιφόρος, προσφερής, ἀνύσιμος, εὔθετος, χρηστός