εὐγεώργητος

Revision as of 17:05, 24 November 2022 by Spiros (talk | contribs) (pape replacement)

English (LSJ)

ον, easy to cultivate, Sch.S.Ant.569:—also εὐγέωργ-ος, ον, Scyl.24.

Greek (Liddell-Scott)

εὐγεώργητος: -ον, ὁ εὐκόλως καλλιεργούμενος, νῆσος Σκύλαξ σ. 9, Σχόλ. εἰς Σοφ. Ἀντ. 575.

Greek Monolingual

εὐγεώργητος, -ον (Α)
(για τόπο) αυτός που εύκολα καλλιεργείται.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + -γεωργητος (< γεωργώ), πρβλ. α-γεώργητος].

German (Pape)

gut zu bebauen, Sp.