συνυποζεύγνυμι

Revision as of 17:11, 24 November 2022 by Spiros (talk | contribs) (pape replacement)

English (LSJ)

put under the yoke together, Ath.12.533d.

Greek (Liddell-Scott)

συνυποζεύγνῡμι: ὑποζευγνύω ὁμοῦ, ζευγνύω εἰς τὸν ζυγὸν ὁμοῦ, ἑταίρας δ’ συνυπέζευξεν ὡς ἵππους Ἀθήν. 533D.

Greek Monolingual

Α
βάζω κάτω από τον ζυγό κάτι μαζί ή ταυτόχρονα με κάτι άλλο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < συν- + ὑποζεύγνυμι «βάζω σε ζυγό, ζεύω»].

German (Pape)

[νῡ], (ζεύγνυμι), mit unterjochen, Ath. XII.533d.