κυμινοπριστοκαρδαμογλύφος
English (LSJ)
[γλῠ], ον, cummin-splitting-cressscraper, strengthenedfor foreg., Ar.V.1357.
French (Bailly abrégé)
ου (ὁ) :
scie-cumin-râpe-cresson, càd avare renforcé.
Étymologie: κυμινοπρίστης, κάρδαμος, γλύφω.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
κυμινοπριστοκαρδαμογλύφος -ον [κύμινον, πρίω, κάρδαμον, γλύφω] kom. die-komijn-nog-doorsnijdt-en-tuinkers-nog-uitholt (d.w.z. gierig).
Russian (Dvoretsky)
κῠμῑνοπριστοκαρδᾰμογλύφος: (λῠ) ὁ разрезающий тмин и соскребывающий салат, т. е. сверхскряга Arph.
Greek Monolingual
κυμινοπριστοκαρδαμογλύφος, -ον (Α)
(κωμ. λ.) (για τσιγγούνη) αυτός που πριονίζει, που τεμαχίζει το κύμινο και γλύφει τα κάρδαμα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κύμινον + πρίστης + κάρδαμον + -γλύφος (< γλύφω)].
Greek Monotonic
κῠμῑνοπριστοκαρδᾰμογλύφος: [ῠ], -ου (γλύφω), αυτός που πριονίζει το κύμινο και ξύνει το κάρδαμο, σε Αριστοφ.
Greek (Liddell-Scott)
κῠμῑνοπριστοκαρδᾰμογλύφος: -ον, ὁ πριονίζων τὸ κύμινον καὶ ξύων τὸ κάρδαμον, ἐπιτεταμ. κωμικῶς ἀντὶ τοῦ κυμινοπρίστης, Ἀριστοφ. Σφ. 1357.
Middle Liddell
κῠ˘μῑνο-πριστο-καρδᾰμο-γλύφος, ον γλύφω
a cummin-splitting-cress-scraper, Ar.
German (Pape)
[ῑ], Ar. Vesp. 1357, κυμινοπρίστης noch gesteigert, der Kümmel und Kresse spaltet.