χρυσοβαφής

Revision as of 17:03, 25 November 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<b class="num">(\d+)\)" to "<b class="num">$1")

English (LSJ)

ές, gold-embroidered, Plu.Demetr.41; χ. ἄνακτες Simm.25.

German (Pape)

[Seite 1380] ές, goldgefärbt, goldfarbig, aber auch = χρυσογραφής, goldgestickt; ἄνακτες Simmi. (XV, 22); bei Plut. Demetr. 41 zw.; vgl. Callixen. bei Ath. V, 200 d.

French (Bailly abrégé)

ής, ές :
teint en or, càd qui a des vêtements ou des chaussures brodées d'or.
Étymologie: χρυσός, βάπτω.

Russian (Dvoretsky)

χρῡσοβᾰφής:
1 окрашенный, т. е. расшитый золотом (ἐμβάδες Plut.);
2 блистающий золотом (ἄνακτες Anth.).

Greek (Liddell-Scott)

χρῡσοβᾰφής: -ές, κεχρυσωμένος, χρυσοκέντητος, = χρυσογραφής, Πλουτ. Δημήτρ. 41· οὕτω, χρ. ἄνακτες Ἀνθ. Π. 15. 22· πρβλ. Hemst. εἰς Λουκ. 1. 623.

Greek Monolingual

-ές, ΝΜΑ
βαμμένος με χρυσό χρώμα
αρχ.
αυτός που φορεί χρυσά ενδύματα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < χρυσ(ο)- + -βαφής (< βαφή < βάπτω), πρβλ. αἱμο-βαφής].

Greek Monotonic

χρῡσοβᾰφής: -ές (βάπτω), χρυσωμένος, χρυσοκέντητος, σε Πλούτ., Ανθ.

Middle Liddell

χρῡσο-βᾰφής, ές βάπτω
gilded, gold-embroidered, Plut., Anth.