ἐγχρώζω

Revision as of 18:14, 25 November 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<b class="num">(\d+)\)" to "<b class="num">$1")
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

German (Pape)

[Seite 714] = Folgdm, übertr. νόμον ἐν τοῖς ἄθεσι καὶ τοῖς ἐπιτηδεύμασι τῶν πολιτῶν ἐγχρώζεσθαι δεῖ Archyt. Stob. fl. 43, 134.

Greek Monolingual

ἐγχρῴζω και ἐγχρωννύω και ἐγχρώννυμι (Α)
1. χρίω
2. (το παθ.) ἐγχρῴζομαι
α) χρωματίζομαι, γίνομαι ανεξίτηλο χρώμα
β) συνδέομαι στερεά.

Russian (Dvoretsky)

ἐγχρώζω: и ἐγχρώννῡμι
1 окрашивать (ἡ λευκότης ἐγκέχρωσταί τινι Arst.);
2 запечатлевать, проникать, pass. укореняться (πάθος ἐγκεχρωσμένον τῷ βίῳ Arst.).