ὕπαρξις
English (LSJ)
εως, ἡ, A existence, reality, τοῦ θεοῦ Phld.Piet.114, cf. D.3.10; opp. ἀνυπαρξία, S.E.P.1.21, cf. 3.24; opp. νόησις, Plu.2.1067c, Gal.6.115; opp. ἀναίρεσις, A.D.Conj.221.17; εἴ τις . . ἐν οὐχ ὑπάρξει τὸν χρόνον λέγοι Plot.3.7.13. 2 in Logic, existence in a subject, Ammon. in Cat.6.16, al. 3 Gramm., τὰ τῆς ὑπάρξεως ῥήματα, = ὑπαρκτικὰ ῥ., A.D.Pron.25.2, cf. Stoic.2.46. 4 Math., positive term, λεῖψις ἐπὶ λεῖψιν πολλαπλασιασθεῖσα ποιεῖ ὕπαρξιν Dioph.1 Def.9; cf. ὑπάρχω B. IV. 3. II substance, ἡ τοῦ κέρατος ὕ. S.E.P.1.129. 2 like τὰ ὑπάρχοντα, substance, property, LXX Pr.18.11, Plb.2.17.11, Phld.Oec.p.69 J. (pl.), D.H.7.8, D.S.20.71, Ep.Hebr.10.34, POxy. 1274.14 (iii A. D.); χρημάτων ὕ. Telesp.43 H.
French (Bailly abrégé)
εως (ἡ) :
1 existence;
2 moyens d’existence, fortune, richesses.
Étymologie: ὑπάρχω.
Russian (Dvoretsky)
ὕπαρξις: εως ἡ
1 существование, бытие (ὕ. καὶ ἀνυπαρξία Arst.; ὕ. καὶ νόησις Plut.);
2 вещество: ἡ τοῦ κέρατος ὕ. Sext. вещество рога;
3 тж. pl. (= τὰ ὑπάρχοντα) достояние, имущество Polyb., Diod., Plut., NT.
Greek (Liddell-Scott)
ὕπαρξις: -εως, ἡ, τὸ ὑπάρχειν, ἀντίθετ. τῷ ἀνυπαρξία, Ἀριστ. περὶ Φυτ. 1. 2, 16, Σέξτ. Ἐμπ. Π. 1. 21, πρβλ. 3. 24, τῷ νόησις, Πλούτ. 2. 1067C. 2) ἐν τῇ λογικῇ, ὕπαρξις, ὀντότης, Ἀμμών. ἐν Bramdis Σχολ. 51a. 47. ΙΙ. οὐσία, ὑπόστασις, ἡ τοῦ κέρατος ὕπ. Σέξτ. Ἐμπ. Π. 1. 129. 2) ὡς τὰ ὑπάρχοντα, ἡ οὐσία ἢ περιουσία, Πολύβ. 2. 17, 11, Διονύσ. Ἁλ. 7. 8, Διόδ. κλπ. ― Καθ’ Ἡσύχ.: «ὕπαρξις· προγένεσις. ἡ οὐσία».
English (Strong)
from ὑπάρχω; existency or proprietorship, i.e. (concretely) property, wealth: goods, substance.
English (Thayer)
ὑπάρξεως, ἡ (ὑπάρχω, which see) (from Aristotle down), possessions, goods, wealth, property (equivalent to τά ὑπάρχοντα): רְכוּשׁ, Theod.; for מִקְנֶה, הון, Polybius, Dionysius Halicarnassus, Diodorus Siculus, Plutarch, Artemidorus Daldianus).
Chinese
原文音譯:Ûparxij 虛普-阿而克西士
詞類次數:名詞(2)
原文字根:在下-原始
字義溯源:存在,所有權,財產,家業;源自(ὑπάρχω)=存在,開始屬於),由(ὑπό)*=被,在⋯下)與(ἄρχω)=著手)組成,而 (ἄρχω)出自(ἄρχω)*=為首)。比較: (οὐσία)=物質
出現次數:總共(2);徒(1);來(1)
譯字彙編:
1) 家業(2) 徒2:45; 來10:34
German (Pape)
ἡ, das Dasein, die Existenz, Sext.Emp. Pyrrh. 1.129, öfter, und andere Spätere – Auch = τὰ ὑπάρχοντα, Habe, Besitz, Vorrat, Pol. 2.17.11 und andere Spätere