ἀμπελίς

Revision as of 19:05, 28 November 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(<\/b>) ([a-zA-ZÀ-ÿŒœ ]+);" to "$1 $2;")

English (LSJ)

ίδος, ἡ, Dim. of ἄμπελος, A young vine, vine-plant, Ar.Ach.995. II = ἀμπελίων, Id.Av.304, cf. Poll.6. 52. III kind of sea-plant, Dionys.Av.2.7.

Spanish (DGE)

-ίδος, ἡ
I bot.
1 cepa joven ἀμπελίδος ὄρχον Ar.Ach.995, Ael.Ep.4.
2 nueza, Brionia dioica Jacq. o agriámpelos, B. cretica L., Diocl.Fr.140.
3 vid marina D.P.Au.2.8.
II orn. un tipo de papamoscas, Muscipapa Sp., Ar.Au.304, Call.Fr.421, 423, Poll.6.52, 77.

German (Pape)

[Seite 128] ίδος, ἡ, 1) dasselbe, Ar. Ach. 959. – 2) ein Vogel, Ar. Av. 304, vgl. ἀμπελίων. – 3) Bei Opp. Ix. 2, 7 ein Meergewächs.

French (Bailly abrégé)

ίδος (ἡ) :
1 jeune vigne;
2 vinette, oiseau (cf. ἀμπελίων);
3 sorte de plante marine.
Étymologie: ἄμπελος.

Russian (Dvoretsky)

ἀμπελίς: ίδος ἡ
1 demin. к ἄμπελος Arph.;
2 предполож. мухоловка (птица - Muscicapa или Butalis grisola) Arph.

Greek (Liddell-Scott)

ἀμπελίς: -ίδος, ἡ, ὑποκορ. τοῦ ἄμπελος, νεαρὰ ἄμπελος, νέον φυτὸν ἀμπέλου, Ἀριστοφ. Ἀχ. 995. ΙΙ. τὸ πτηνὸν ἀμπελίων Ἀριστοφ. Ὄρ. 304, πρβλ. Πολυδ. ϛ΄, 52. ΙΙΙ. εἶδος φυτοῦ θαλασσίου, Ὀππ. Ἰξ. 2. 7.

Greek Monolingual

(-ίδος), η (Α ἀμπελίς)
1. νεαρή άμπελος, νέο, πρόσφατα φυτεμένο αμπέλι
2. ωδικό πτηνό, το αμπελοπούλι.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἄμπελος.
ΠΑΡ. νεοελλ. αμπελίδεια, αμπελιδίδες.
ΣΥΝΘ. νεοελλ. αμπελιδοειδή].

Greek Monotonic

ἀμπελίς: -ίδος, ἡ, υποκορ. του ἄμπελος,
I. νεαρό φυτό αμπελιού, σε Αριστοφ.
II. το πτηνό ἀμπελίων, στον ίδ.

Middle Liddell

[Dim. of ἄμπελος
I. a vine-plant, Ar.
II. the bird ἀμπελίων, Ar.

English (Woodhouse)

young vine