κενοδοξία
English (LSJ)
ἡ, A liability to vain imagination, Epicur.Sent.30, Phld.Rh.1.332 S. II vanity, conceit, Plb.3.81.9, LXX Wi.14.14, D.S.17.107, Ph.2.47, Ep.Phil.2.3, Plu.2.57d, Porph.Marc.15; especially of false prudery, Gal.6.415.
German (Pape)
[Seite 1416] ἡ, leere Einbildung, nichtige Ruhmsucht; Pol. 3, 81, 9 u. öfter; Plut. u. Luc. D. Hort. 10; K. S.
French (Bailly abrégé)
ας (ἡ) :
recherche ou amour de la vaine gloire, gloriole, vanité.
Étymologie: κενός, δόξα.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
κενοδοξία -ας, ἡ [κενόδοξος] verwaandheid, ijdelheid.
Russian (Dvoretsky)
English (Strong)
from κενόδοξος; empty glorying, i.e. self-conceit: vain-glory.
English (Thayer)
κενοδοξίας, ἡ (κενόδοξος, which see), vain-glory, groundless self-esteem, empty pride: Polybius, Plutarch, Lucian; (Philo de mut. nom. § 15; leg. ad Gaium § 16; etc.); ecclesiastical writings; universally, a vain opinion, error, Wisdom of Solomon 14:14.)
Greek Monolingual
η (ΑΜ κενοδοξία, Μ και κενοδοξία) κενοδοξώ
το να είναι κανείς κενόδοξος, η ματαιοδοξία, η αλαζονεία
αρχ.
1. δοκησισοφία («μηδὲν κατὰ ἐριθείαν ἤ κενοδοξίαν», Πλούτ.)
2. σεμνοτυφία.
Greek (Liddell-Scott)
κενοδοξία: ἡ, ματαιότης, κενὴ δόξα, οἴησις, ἢ καὶ κενῆς δόξης ἐπιθυμία, Πολύβ. 3. 81, 9, Πλούτ. 2. 57D· κενοδοξίας τροφὴ τιμαὶ καὶ ἔπαινοι Χρυσόστ.
Chinese
原文音譯:kenodox⋯a 咳挪-多克西阿
詞類次數:名詞(1)
原文字根:空的-看來好像(著)
字義溯源:虛榮,自負,無根據的自尊,自欺,虛空,野心過大;源自(κενόδοξος)=虛榮的);由(κενός)*=虛空的)與(δόξα)=榮耀)組成,其中 (δόξα)出自(δοκέω)*=想)。參讀 (κενός)同源字
出現次數:總共(1);腓(1)
譯字彙編:
1) 虛榮(1) 腓2:3