κάπνη

Revision as of 13:41, 29 November 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(elnltext.*?\]) ([a-zA-Z' ]+), ([a-zA-Z' ]+)(\.)\n" to "$1 $2, $3$4 ")

English (LSJ)

ἡ, A = καπνοδόκη, Eup.88, Ar.V.143, Alex.173.13. II = καπνιαῖος λίθος, PHolm. 5.11.

German (Pape)

[Seite 1323] ἡ, = καπνοδόχη; Ar. Vesp. 143; Alexis bei Ath. IX, 386 b; vgl. B. A. 46, 31.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

κάπνη -ης, ἡ [καπνός] schoorsteen, rookgat.

Russian (Dvoretsky)

κάπνη:дымовая труба, дымоход Arph.

Greek Monolingual

η (Α κάπνη) καπνός
νεοελλ.
η καπνιά, η αιθάλη
αρχ.
1. η καπνοδόχος
2. ο καπνιαίος λίθος.

Greek Monotonic

κάπνη: ἡ, = καπνοδόχη, σε Αριστοφ.

Greek (Liddell-Scott)

κάπνη: ἡ, καπνοδόχη, Ἀριστοφ. Σφ. 143, Ἄλεξ. ἐν «Πανυχίδι» 2. 13.

Middle Liddell

κάπνη, ἡ, = καπνοδόχη, Ar.]