κακοδαιμονάω

Revision as of 13:48, 29 November 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(elnltext.*?\]) ([a-zA-Z' ]+)(\.)\n" to "$1 $2$3 ")

English (LSJ)

to be tormented by an evil genius, possessed by an evil spirit, Ar.Pl.372, X.Mem.2.1.5, D.8.16 (-οῦσι codd.), Din.1.91, v.l. for sq. in M.Ant.2.8.

German (Pape)

[Seite 1299] von einem bösen Dämon besessen sein, wie ein Besessener handeln, rasen; Ar. Plut. 372; Xen. Mem. 2, 1, 5; Din. 1, 91. S. das Folgde.

French (Bailly abrégé)

-ῶ :
être inspiré par un mauvais génie ; être en démence.
Étymologie: κακοδαίμων.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

κακοδαιμονάω [κακοδαίμων] bezeten zijn door een slechte geest.

Russian (Dvoretsky)

κᾰκοδαιμονάω: быть одержимым злой силой, бесноваться, безумствовать Arph., Xen.

Greek Monotonic

κᾰκοδαιμονάω: βασανίζομαι από κακό δαίμονα, κατέχομαι από κακό πνεύμα, σε Αριστ., Ξεν. κ.λπ.

Greek (Liddell-Scott)

κᾰκοδαιμονάω: κατέχομαι ἢ βασανίζομαι ὑπὸ κακοῦ δαίμονος, εἶμαι ὥς τις δαιμονιζόμενος, Ἀριστοφ. Πλ. 372, Ξεν. Ἀπομν. 2. 1, 5, Δημ. 93. 24 (κοινῶς κακοδαιμονοῦσι), Δείναρχ. 101. 41, Πλουτ. Λούκουλλ. 4· πρβλ. κακοδαιμονία ΙΙ, Λοβέκ. εἰς Φρύν. 79.

Middle Liddell

κᾰκοδαιμονάω,
to be tormented by an evil genius, be like one possessed, Ar., Xen., etc.