κωμόπολις

Revision as of 13:53, 29 November 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(elnltext.*?\]) ([a-zA-Z' ]+)(\.)\n" to "$1 $2$3 ")

English (LSJ)

εως, ἡ, village-town, i.e. a place not entitled to be called a πόλις, Str.12.2.6, al., Ev.Marc.1.38.

German (Pape)

[Seite 1544] εως, ἡ, ein stadtähnliches, großes Dorf, Marktflecken, Strab. XII, 517. 557.

French (Bailly abrégé)

εως (ἡ) :
gros bourg, petite ville.
Étymologie: κώμη, πόλις.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

κωμόπολις -εως, ἡ [κώμη, πόλις] stadje.

Russian (Dvoretsky)

κωμόπολις: εως ἡ городок, местечко NT.

English (Strong)

from κώμη and πόλις; an unwalled city: town.

English (Thayer)

κωμοπολεως, ἡ, a village approximating in size and number of inhabitants to a city, a village-city, a town (German Marktflecken): Strabo; (Aq. Theod. (Field)); often in the Byzantine writings of the middle ages.)

Greek Monotonic

κωμόπολις: -εως, ὁ (κώμη), κωμόπολη, δηλ. τόπος που δεν δικαιούται να ονομάζεται πόλις, σε Καινή Διαθήκη

Greek (Liddell-Scott)

κωμόπολις: -εως, ὁ, (κώμη), πόλις μικρὰ ὡς χωρίον, μὴ δυναμένη νὰ ὀνομασθῇ πόλις, Στράβ. 537, 557, 568, Κ. Δ.

Middle Liddell

κωμό-πολις, εως κώμη
a village-town, i. e. a place not entitled to be called a πόλις, NTest.

Chinese

原文音譯:komÒpolij 可摩-坡利士
詞類次數:名詞(1)
原文字根:鄉村-諸(市)
字義溯源:無城牆的鄉鎮,鄉村,村鎮-城市;由(κώμη)=小村)與(πόλις)*=城,鎮)組成;而 (κώμη)出自(κεῖμαι)*=躺)。(參讀 斯9:19)
出現次數:總共(1);可(1)
譯字彙編
1) 鄉村(1) 可1:38