δακρυοπετής

Revision as of 13:56, 29 November 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(elnltext.*?) (\[)([\p{Greek}]+), ([\p{Greek}]+)(\])" to "$1 [$3, $4$5")

English (LSJ)

ές, making tears fall, πάθεα A.Supp.113 (lyr.).

Spanish (DGE)

-ές
que hace caer lágrimas, que hace llorar πάθεα A.Supp.113.

German (Pape)

[Seite 519] ές, Thränen fallen machend, erregend, Aesch. Suppl. 112.

French (Bailly abrégé)

ής, ές :
qui fait couler litt. tomber des larmes.
Étymologie: δάκρυον, πίπτω.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

δακρυοπετής -ες [δάκρυ, πίπτω] die tranen laat storten.

Russian (Dvoretsky)

δᾰκρυοπετής: исторгающий слезы (πάθεα Aesch.).

Greek (Liddell-Scott)

δακρυοπετής: -ές, ὁ κάμνων ὥστε νὰ πίπτωσι δάκρυα, Αἰσχύλ. Ἱκέτ. 112.

Greek Monolingual

δακρυοπετής, -ές (Α)
αυτός που προκαλεί δάκρυα, που κάνει τα δάκρυα να πέφτουν απ' τα μάτια («πάθεα... βαρέα δακρυοπετῆ», Αισχ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < δάκρυ(ον) + -πετής < πίπτω.