παρεπιστροφή
English (LSJ)
ἡ, turning round in passing, Plu.Sull.35.
German (Pape)
[Seite 517] ἡ, das Umwenden, sich auf die Seite Drehen nach Etwas hin, Plut. Sull. 35.
French (Bailly abrégé)
ῆς (ἡ) :
action de se retourner.
Étymologie: παρεπιστρέφω.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
παρεπιστροφή -ῆς, ἡ [παρά, επιστρέφω] het omdraaien:. παρεπιστροφαὶ συνεχεῖς προσώπων voortdurend het hoofd naar elkaar toe draaien Plut. Sull. 35.10.
Russian (Dvoretsky)
παρεπιστροφή: ἡ поворачивание, поворот Plat.
Greek Monolingual
ἡ, Α παρεπιστρέφω
στροφή, γύρισμα προς τα πλάγια.
Greek Monotonic
παρεπιστροφή: ἡ, στροφή στο πλάι, κοίταγμα, σε Πλούτ.
Greek (Liddell-Scott)
παρεπιστροφή: ἡ, τὸ παρεπιστρέφεσθαι, Πλουτ. Σύλλ. 25.