παρεπιστροφή

Revision as of 13:59, 29 November 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(elnltext.*?) (\[)([\p{Greek}]+), ([\p{Greek}]+)(\])" to "$1 [$3, $4$5")

English (LSJ)

ἡ, turning round in passing, Plu.Sull.35.

German (Pape)

[Seite 517] ἡ, das Umwenden, sich auf die Seite Drehen nach Etwas hin, Plut. Sull. 35.

French (Bailly abrégé)

ῆς (ἡ) :
action de se retourner.
Étymologie: παρεπιστρέφω.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

παρεπιστροφή -ῆς, ἡ [παρά, επιστρέφω] het omdraaien:. παρεπιστροφαὶ συνεχεῖς προσώπων voortdurend het hoofd naar elkaar toe draaien Plut. Sull. 35.10.

Russian (Dvoretsky)

παρεπιστροφή:поворачивание, поворот Plat.

Greek Monolingual

ἡ, Α παρεπιστρέφω
στροφή, γύρισμα προς τα πλάγια.

Greek Monotonic

παρεπιστροφή: ἡ, στροφή στο πλάι, κοίταγμα, σε Πλούτ.

Greek (Liddell-Scott)

παρεπιστροφή: ἡ, τὸ παρεπιστρέφεσθαι, Πλουτ. Σύλλ. 25.

Middle Liddell

παρ-επιστροφή, ἡ,
a turning round in passing, Plut.