поворот
From LSJ
ὁ γὰρ μανθάνων κιθαρίζειν κιθαρίζων μανθάνει κιθαρίζειν → he who is learning the harp, learns the harp by harping
Russian > Greek
ἀνάκλασις, ἀναστροφή, ἀνείλιξις, ἀντιστροφή, ἀπόκλισις, ἀποστροφή, ἐκτροπή, ἑλιγμός, ἐναλλαγή, ἐπιστροφή, καμπή, καμπτήρ, καταστροφή, κλίσις, μεταβολή, μεταστροφή, παρεπιστροφή, περιβολή, περιπέτεια, περιστροφή, σκάλωμα, στρέψις, στροφή, τρέψις, τροπά, τροπαία, τροπή, ὑποστροφή