поворот
From LSJ
πέτρην κοιλαίνει ρανὶς ὕδατος ἐνδελεχείῃ → constant dropping wears away a stone, constant dripping will wear away the hardest stone, little strokes fell big oaks, constant dripping wears the stone, constant dropping wears the stone, constant dripping will wear away a stone
Russian > Greek
ἀνάκλασις, ἀναστροφή, ἀνείλιξις, ἀντιστροφή, ἀπόκλισις, ἀποστροφή, ἐκτροπή, ἑλιγμός, ἐναλλαγή, ἐπιστροφή, καμπή, καμπτήρ, καταστροφή, κλίσις, μεταβολή, μεταστροφή, παρεπιστροφή, περιβολή, περιπέτεια, περιστροφή, σκάλωμα, στρέψις, στροφή, τρέψις, τροπά, τροπαία, τροπή, ὑποστροφή