σκυτοδέψης

Revision as of 14:02, 29 November 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(elnltext.*?) (\[)([\p{Greek}]+), ([\p{Greek}]+)(\])" to "$1 [$3, $4$5")

English (LSJ)

ου, ὁ, leatherdresser, currier, Thphr.Char.16.6, HP3.18.5, Plu.Num.17 (gen. pl.), Luc.Vit.Auct.11; cf. σκυλοδέψης.

German (Pape)

[Seite 908] ὁ, Ledergerber, Theophr., Hesych.

French (Bailly abrégé)

ου (ὁ) :
c. σκυτοδεψός.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

σκυτοδέψης -ου, ὁ [σκῦτος, δέψω] leerlooier.

Russian (Dvoretsky)

σκῡτοδέψης: ου ὁ дубильщик, кожевник Plut.

Greek (Liddell-Scott)

σκῡτοδέψης: -ον, ὁ, ὁ κατεργαζόμενος δέρματα, βυρσοδέψης, Θεοφρ. Χαρακτ. 17, Πλουτ. Νουμ. 17· πρβλ. σκυλοδέψης.

Greek Monolingual

και σκυτόδεψος, ὁ, Α
1. αυτός που κατεργάζεται δέρματα, βυρσοδέψης
2. αυτός που ράβει δέρματα εφαρμόζοντας το ένα πάνω στο άλλο, μπαλωματής («ἐὰν ἀποκρίνηται αὐτῷ ἐκδοῦν αι τῷ σκυτοδέψῃ ἐπιρράψαι», Θεόφρ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < σκῦτος «κατεργασμένο δέρμα» + -δέψης / -δέψος (< δέφω / δέψω), πρβλ. βυρσο-δέψης].

Greek Monotonic

σκῡτοδέψης: -ου, ὁ (δέφω, μέλ. δέψω), αυτός που κατεργάζεται δέρματα, βυρσοδέψης, σε Θεόφρ.· ομοίως, σκῡτόδεψος, , σε Πλάτ., Λουκ.

Middle Liddell

σκῡτο-δέψης, ου, ὁ, δέφω, fut. δέψω
a leather-dresser, currier, Theophr.: so, σκῡτόδεψος, ὁ, Plat., Luc.