ἀλιτρία

Revision as of 11:37, 30 November 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(sc. " to "(''sc.'' ")

English (LSJ)

ἡ, sinfulness, mischief, S.Fr.48, Ar.Ach.907; but ἀλίτρια· ἡ ἁμαρτωλός, Et.Gud.z.

Spanish (DGE)

(ἀλῐτρία) -ας, ἡ
• Prosodia: [ᾰ-]
1 maldad, impiedad S.Fr.48.
2 malicia, truhanería πίθακον ἀλιτρίας πολλᾶς πλέων Ar.Ach.907.

German (Pape)

[Seite 99] ἡ, Bosheit, Frevel, Ar. Ach. 871; VLL. ἁμαρτία; – ἀλίτρια aber die Frevlerin, E. G.

French (Bailly abrégé)

ας (ἡ) :
scélératesse.
Étymologie: ἀλιτρός.

Russian (Dvoretsky)

ἀλιτρία: ἡ досл. преступность, порочность, перен. проказливость (sc. τοῦ πιθήκου Arph.).

Greek (Liddell-Scott)

ἀλῐτρία: ἡ, ἁμαρτία, βλάβη, Σοφ. Ἀποσπ. 42, Ἀριστοφ. Ἀχ. 907· ἴδε ἐν λ. ἀλιτηρός.

Greek Monolingual

ἀλιτρία, η και ἀλίτρια (Α) ἀλιτρός
η κατάσταση του αμαρτωλού.

Greek Monotonic

ἀλῐτρία: ἡ, αμαρτία, βλάβη, σε Σοφ.

Middle Liddell

[from ἀλιτρέω
sinfulness, mischief, Soph.