κυνοκοπέω
English (LSJ)
beat like a dog, Id.Eq.289.
French (Bailly abrégé)
-ῶ :
battre comme on fait d'un chien.
Étymologie: κύων, κόπτω.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
German (Pape)
wie einen Hund schlagen; σοῦ τὸ νῶτον Ar. Eq. 289; vgl. B.A. 49.
Russian (Dvoretsky)
κῠνοκοπέω: бить как собаку (τὸ νῶτόν τινος Arph.).
Greek Monotonic
κῠνοκοπέω: μέλ. -ήσω (κόπτω), χτυπώ όπως έναν σκύλο, σε Αριστοφ.
Greek (Liddell-Scott)
κῠνοκοπέω: ξυλοκοπῶ ὡς νὰ κτυπῶ σκύλλον, κυνοκοπήσω σου τὸ νῶτον Ἀριστοφ. Ἱππ. 289.