λυχνεών

Revision as of 12:34, 30 November 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(?s)({{elru\n\|elrutext.*}}\n)({{.*}}\n)({{pape.*}})" to "$3 $1$2")

English (LSJ)

ῶνος, ὁ, place to keep lamps in, Luc.VH1.29.

French (Bailly abrégé)

ῶνος (ὁ) :
endroit où l'on dépose les lampes.
Étymologie: λύχνος.

German (Pape)

ῶνος, ὁ, Leuchterbehältnis, Luc. V.Hist. 1.29.

Russian (Dvoretsky)

λυχνεών: ῶνος ὁ хранилище светильников Luc.

Greek (Liddell-Scott)

λυχνεών: -ῶνος, ὁ, τόπος, ἐν ᾦ φυλάττονται οἱ λύχνοι, Λουκ. π. Ἀληθ. Ἱστ. 1. 29.

Greek Monolingual

λυχνεών, -ῶνος, ὁ (Α)
τόπος για φύλαξη λύχνων.
[ΕΤΥΜΟΛ. < λύχνος + κατάλ. -εών (πρβλ. καλαμεών, κυκεών)].

Greek Monotonic

λυχνεών: -ῶνος, ὁ (λύχνος), τόπος στον οποίο φυλάσσονται οι λύχνοι, σε Λουκ.

Middle Liddell

λυχνεών, ῶνος, λύχνος
a place to keep lamps in, Luc.