μαχιμώδης

Revision as of 12:34, 30 November 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(?s)({{elru\n\|elrutext.*}}\n)({{.*}}\n)({{pape.*}})" to "$3 $1$2")

English (LSJ)

ες, quarrelsome, AP12.200 (Strat.).

French (Bailly abrégé)

ης, ες:
de combat, belliqueux.
Étymologie: μάχιμος, -ωδης.

German (Pape)

ες, von kriegerischer Art, kriegerisch, φωναί, Strat. 42 (XII.200).

Russian (Dvoretsky)

μᾰχῐμώδης: (ᾰ) воинственный, задорный или сварливый (φωναί Anth.).

Greek (Liddell-Scott)

μᾰχῐμώδης: -ες, (εἶδος) πολεμικός, φιλοπόλεμος, ἐριστικός, Ἀνθ. Π. 12. 200.

Greek Monolingual

μαχιμώδης, -ῶδες (Α) μάχιμος
πολεμικός, εριστικός, φιλοπόλεμος («μαχιμώδεις φωνάς», Στράτ.).

Greek Monotonic

μᾰχῐμώδης: -ες (εἶδος), φιλοπόλεμος, ευέξαπτος, σε Ανθ.

Middle Liddell

μᾰχῐμ-ώδης, ες εἶδος
warlike, quarrelsome, Anth.