συνεπαμύνω

Revision as of 12:38, 30 November 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(?s)({{elru\n\|elrutext.*}}\n)({{.*}}\n)({{pape.*}})" to "$3 $1$2")

English (LSJ)

[ῡ], A join in repelling, Th.6.56. II join in assisting, τινι App.BC3.32.

French (Bailly abrégé)

aider à repousser, acc..
Étymologie: σύν, ἐπαμύνω.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

συν-επαμύνω, Att. ook ξυνεπαμύνω de helpende hand bieden, met acc. resp.. ξ. τὰ πρὸς τοὺς δορυφόρους in het verzet tegen het escorte Thuc. 6.56.5.

German (Pape)

mit helfen, beistehen, Thuc. 6.56 und Sp.

Russian (Dvoretsky)

συνεπᾰμύνω: (μῡ) вместе идти на помощь, становиться на защиту: σ. τι Thuc. помогать в чем-л.

Greek (Liddell-Scott)

συνεπᾰμύνω: [ῡ], ἀπὸ κοινοῦ ἐπαμύνω, ἀπωθῶ, τινὰ Θουκ. 6. 56. ΙΙ. ἀπὸ κοινοῦ βοηθῶ, συμβοηθῶ, τινι Ἀππ. Ἐμφυλ. 3. 32.

Greek Monolingual

ΜΑ
1. απωθώ, αποκρούω μαζί με κάποιον
2. βοηθώ κάποιον να κάνει κάτι.
[ΕΤΥΜΟΛ. < συν- + ἐπαμύνω «βοηθώ, συντρέχω»].

Greek Monotonic

συνεπᾰμύνω: [ῡ], μέλ. -ῠνῶ, απωθώ, αμύνομαι από κοινού, τινά, σε Θουκ.

Middle Liddell

fut. -ῠνῶ
to join in repelling, τινά Thuc.