ἀφροντιστέω

Revision as of 14:20, 30 November 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "n’a" to "n'a")

English (LSJ)

A to be heedless, Pl.Lg. 917c. 2 have no care of, pay no heed to, ἀρχόντων ib.885a, v.l. in X.An.5.4.20, cf. Plb.9.13.1; περί τινος Hp.Praec.7 (dub.); ὑπὲρ τῆς βασιλείας Philostr.VA1.38.

Spanish (DGE)

1 no preocuparse de, despreciar c. gen. εὐπρεπίης Hp.Praec.13, τῶν ἀρχόντων Pl.Lg.885a, ψόγου X.Smp.8.33, τῆς ξὺν ἡμῖν τάξεως X.An.5.4.20 (ap. crít.), μηδενός Plb.9.13.1, οὐδὲ ... τῆς πόλεως ἠφροντίστησεν IPr.108.105 (II a.C.), τῆς φιλοδοξίας IPr.114.17 (I a.C.), συκοφαντίας Hld.8.8.4
c. prep. ὑπὲρ τῆς βασιλείας Philostr.VA 1.38
c. inf. ἀφροντιστέοντες περὶ αὐτέων λαμβάνειν Hp.Praec.7.
2 abs. ser despreocupado ἀφροντιστῶν δὲ καὶ ἀπειθῶν Pl.Lg.917c, ἐξήγαγε τοὺς Ῥωμαίους ἀφροντιστοῦντας D.C.40.21.1.

German (Pape)

[Seite 415] sorglos sein, sich nicht kümmern, Plat. Legg. X, 855 a; τινός Xen. Conv. 8, 33; An. 5, 4, 20 v.l. für ἀμελήσαντες; Sp.; ὑπέρ τινος Philostr.

French (Bailly abrégé)

-ῶ :
1 n'avoir aucune souci de, ne se préoccuper en rien de, gén.;
2 abs. être insouciant, indifférent.
Étymologie: ἀφρόντιστος.

Russian (Dvoretsky)

ἀφροντιστέω:
1 быть беззаботным, беспечным Plat., Plut.;
2 не заботиться, не беспокоиться (τινος Xen., Plat., Polyb.).

Greek (Liddell-Scott)

ἀφροντιστέω: εἶμαι ἄφροντις, Πλάτ. Νόμ. 917C. 2) δὲν φροντίζω περί τινος, οὐδεμίαν δίδω προσοχὴν εἰς πρᾶγμά τι, τινος αὐτόθι 885Α, Ξεν. Ἀν. 5. 4, 20· περί τινος Ἱππ. 27. 30· ὑπέρ τινος Φιλόστρ. 47· οὕτω ῥηματ. ἐπίθ. ἀφροντιστητέον, Πολύβ. 9. 16, 5.

Greek Monotonic

ἀφροντιστέω: μέλ. -ήσω, δεν έχω καμία φροντίδα, έγνοια για, δεν δίνω προσοχή σ' ένα πράγμα, με γεν., σε Ξεν.

Middle Liddell

[From ἀφρόντιστος
to have no care of, pay no heed to a thing, c. gen., Xen.