γναφέας και γναφιάς, ο (AM γναφεύς, Α και κναφεύς) κνάφος1. αυτός που κατεργάζεται δέρματα, ο βυρσοδέψης2. αυτός που κατεργάζεται μαλλίαρχ.ονομασία ψαριού.