ἀτροφέω
English (LSJ)
have or get no food, Ael.NA10.21, etc.; waste away, Arist.Mu.395b28, Plu.Arat.24; of trees, Thphr.CP5.9.9, cf. Plu. Rom.20; of fire, have no fuel, Ph.2.620.
Spanish (DGE)
1 no tomar alimento, infraalimentarse de animales, Ael.NA 10.21, PTeb.423.9 (III d.C.)
•no tener combustible el fuego ἀτροφῆσαν γὰρ αὐτίκα σβέννυται Ph.2.512, cf. 504.
2 medic. del cuerpo o de alguno de sus miembros atrofiarse Arist.Mu.395b28, Dsc.5.113, Plu.Arat.24, Gal.19.151, 18(1).401
•bot. marchitarse árboles y plantas, Thphr.CP 5.9.9, HP 8.6.7, Plu.Rom.20, 2.688e.
German (Pape)
[Seite 389] keine Nahrung haben, hungern, Ael. H. A. 10, 21; in Folge davon hinschwinden, abzehren, Arist. u. Sp., wie Plut. Rom. 20 Arat. 24.
French (Bailly abrégé)
-ῶ :
seul. prés., ao. ἠτρόφησα, pf. ἠτρόφηκα;
1 ne pas avoir ou ne pas prendre de nourriture;
2 dépérir.
Étymologie: ἄτροφος.
Russian (Dvoretsky)
Greek (Liddell-Scott)
ἀτροφέω: δὲν λαμβάνω τροφήν, περὶ τοῦ κροκοδείλου, φωλεύων δὲ ἄρα καθ’ ἕκαστον ἔτος ἑξήκοντα ἡμερῶν ἀτρεμεῖ τε καὶ ἀτροφεῖ Αἰλ. π. Ζ. 10. 21, κτλ.: φθείρομαι, φθίνω, ὑποφέρω ἐξ ἀτροφίας, Ἀριστ. π. Κόσμ. 4. 28,· Θεοφρ. Αἰτ. Φυτ. 5. 9, 9, Πλουτ. Ρωμ. 20· ἀτροφῆσαν γὰρ τὸ πῦρ, αὐτίκα σβέννυται, ὅταν δὲν ἔχῃ καύσιμον ὕλην, Φίλων 2. 620.
Greek Monotonic
ἀτροφέω: μέλ. -ήσω, δεν λαμβάνω τροφή, υποφέρω από ατροφία, σε Πλούτ.