περικολούω

Revision as of 14:39, 6 December 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(<\/i>) ([a-zA-ZÀ-ÿŒ'œ ]+), ([a-zA-ZÀ-ÿŒ'œ ]+)\.<br" to "$1 $2, $3.<br")

English (LSJ)

A cut short, clip all round, περὶ πτορθεῖα κολούσας Nic.Al. 267. II metaph., humble, Plu.2.139b.

German (Pape)

[Seite 580] rings herum stutzen, beschneiden, Nic. Al. 267; auch übertr., γυναῖκας, demüthigen, Plut. conj. praec. p. 413.

French (Bailly abrégé)

couper tout autour, mutiler, rogner ; fig. amoindrir, humilier.
Étymologie: περί, κολούω.

Russian (Dvoretsky)

περικολούω: досл. обрезывать, обстригать, перен. принижать, унижать (τινά Plut.).

Greek (Liddell-Scott)

περικολούω: περικόπτω, Νικ. Ἀλεξιφ. 267. ΙΙ. μεταφορ., ταπεινώνω παντοίοις τρόποις, Πλούτ. 2. 139Β.

Greek Monolingual

Α
1. κλαδεύω κάτι γύρω γύρω, από όλες τις πλευρές
2. μτφ. ταπεινώνω κάποιον με κάθε τρόπο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < περι- + κολούω «αποκόπτω, περικόπτω»].