humble
From LSJ
Κακὸν μέγιστον ἐν βροτοῖς ἀπληστία → Malumm est hominibus maximum immoderatio → Das größte Übel ist bei Menschen Völlerei
English > Greek (Woodhouse)
adjective
P. and V. ταπεινός; see also poor.
mean, obscure: P. and V. φαῦλος, V. βραχύς, βαιός, ἀμαυρός.
in my humble opinion: P. and V. ὥς γ' ἐμοὶ δοκεῖ.
verb transitive
P. and V. καθαιρεῖν, συστέλλειν, κολούειν, P. ταπεινοῦν, Ar. and V. ἰσχναίνειν, V. κλίνειν, καταρρέπειν, κατισχναίνειν.
put down: Ar. and P. καταλύω, καταλύειν.
be humbled: P. and V. κάμπτεσθαι (Plato).