περικολούω

From LSJ
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: περικολούω Medium diacritics: περικολούω Low diacritics: περικολούω Capitals: ΠΕΡΙΚΟΛΟΥΩ
Transliteration A: perikoloúō Transliteration B: perikolouō Transliteration C: perikoloyo Beta Code: perikolou/w

English (LSJ)

A cut short, clip all round, περὶ πτορθεῖα κολούσας Nic.Al. 267.
II metaph., humble, Plu.2.139b.

German (Pape)

[Seite 580] rings herum stutzen, beschneiden, Nic. Al. 267; auch übertr., γυναῖκας, demütigen, Plut. conj. praec. p. 413.

French (Bailly abrégé)

couper tout autour, mutiler, rogner ; fig. amoindrir, humilier.
Étymologie: περί, κολούω.

Russian (Dvoretsky)

περικολούω: досл. обрезывать, обстригать, перен. принижать, унижать (τινά Plut.).

Greek (Liddell-Scott)

περικολούω: περικόπτω, Νικ. Ἀλεξιφ. 267. ΙΙ. μεταφορ., ταπεινώνω παντοίοις τρόποις, Πλούτ. 2. 139Β.

Greek Monolingual

Α
1. κλαδεύω κάτι γύρω γύρω, από όλες τις πλευρές
2. μτφ. ταπεινώνω κάποιον με κάθε τρόπο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < περι- + κολούω «αποκόπτω, περικόπτω»].