κορωνιάω

Revision as of 17:04, 7 December 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(<\/b>) ([a-zA-ZÀ-ÿŒ'œ ]+) ;" to "$1 $2 ;")

English (LSJ)

of a horse, A arch the neck, AP9.777 (Phil.); of a man, to be ambitious, Plb.27.15.6; κ. καὶ γαυριῶντα D.Chr.78.33. II κορωνιόωντα πέτηλα curving leaves, Hes.Sc.289.

French (Bailly abrégé)

-ῶ :
1 se recourber;
2 relever la tête ; faire le fier.
Étymologie: κορώνη¹.

German (Pape)

1 eine κορώνη bilden, sich krümmen, κορωνιόωντα πέτηλα, gebogene Blätter, Hes. Sc. 289, v.l. für κορυνιόωντα.
2 vom Stiere, Hals und Hörner hoch tragen, als Ausdruck des Mutes, Vetera Lexica erkl. γαυριᾶν; ὁ πῶλος κορωνιῶν ἕστηκε Philp. 50 (IX.777); übertragen von Menschen, stolz tun, sich brüsten, Pol. 27.13.6.

Russian (Dvoretsky)

κορωνιάω:
1 изгибать, загибаться: κορωνιόωντα (v.l. κορυνιόεντα) πέτηλα Hes. изогнутые листья;
2 высоко держать голову (ὁ πῶλος κορωνιῶν Anth.);
3 гордиться, чваниться (πρός τινα Polyb.).

Greek (Liddell-Scott)

κορωνιάω: μέλλ. -άσω, (κορωνὸς) ἐπὶ ἵππου, κάμπτω, κυρτώνω τὸν τράχηλον, ὑψαυχενίζω, Ἀνθ. Π. 9. 777· πρβλ. κορωνίδης· ― ἐπὶ ἀνθρώπου ὡς τὸ γαυριάω, κορδώνομαι, ὑπερηφανεύομαι, Πολύβ. 27. 13, 6.

Greek Monotonic

κορωνιάω: μέλ. -άσω (κορωνός), κυρτώνω τον λαιμό, λυγίζω τον τράχηλο, σε Ανθ.

Middle Liddell

κορωνιάω, fut. -άσω κορωνός
to arch the neck, Anth.