διαπείρω

Revision as of 19:30, 11 December 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "αὐτοῦ" to "αὐτοῦ")

English (LSJ)

A drive through, σφυρῶν κέντρα E.Ph.26, cf.Il.16.405(tm.); δ. ὀβελούς Iamb.Myst.3.4. 2 pierce, transfix, ἥλῳ τὰ στελέχη Gp. 5.36.3; βελόναις τὴν γλῶτταν Plu.Art.14; λίνῳ Dsc.2.61:—Pass., διαπεπαρμένος ἥλοις Plu.2.567f; τὴν χεῖρα διαπᾰρείς J.AJ10.1.2; to be interpenetrated, of muscle and flesh, Gal.8.74.

Spanish (DGE)

1 atravesar de parte a parte c. gen. de lo atravesado διὰ δ' αὐτοῦ πεῖρεν ὀδόντων le atravesó los dientes, Il.16.405, c. ac. de la cosa atravesada y frec. dat. instrum. βελόναις τὴν γλῶτταν Plu.Art.14, ἥλῳ τὰ στελέχη Gp.5.36.3, τὰ κάρφη dicho de un blanco hecho de varillas, Luc.Herm.33, sólo c. dat. κοντῷ διαπείρας Alciphr.2.34.2, en v. pas. διαπεπαρμένη ἥλοις Plu.2.567f, περονηθέντα τοῖς ἥλοις καὶ διαπαρέντα τῇ λόγχῃ de Cristo, Gr.Nyss.Thphl.128.8, ἀπέθανε ... ἐν ῥομφαίᾳ διαπαρεὶς Ath.Al.M.26.1252A, c. ac. de rel. Φιλίππου λόγχῃ τὸν μηρὸν ... διαπαρέντος Plu.2.331b, τρίγλης πλευρᾷ διαπαρεὶς τὸ μετάφρενον Luc.VH 1.38, ὁ λάβραξ ... τὸν ... λαιμὸν διαπαρείς Luc.Merc.Cond.24, τὴν χεῖρα διαπαρείς I.AI 10.7.
2 c. ac. del instrumento pasar, clavar de lado a lado σφυρῶν κέντρα E.Ph.26, ὀβελούς Iambl.Myst.3.4.
3 en v. med.-pas. internarse, introducirse τούτων γὰρ διαπειρομένων τῇ σαρκί de los nervios y tendones en la carne, Gal.8.74.

German (Pape)

[Seite 594] durchbohren; als tmesis rechnen Einige hierher Il. 16, 405 διὰ δ' αὐτοῦ πεῖρεν ὀδόντων; σφυρῶν κέντρα διαπείρας μέσον Eur. Phoen. 26; τὴν γλῶτταν βελόναις Plut. Artax. 14.

French (Bailly abrégé)

faire passer en perçant ; τί τινι transpercer une chose avec une autre ; διαπεπαρμένος ἥλοις PLUT percé de clous.
Étymologie: διά, πείρω.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

δια-πείρω doorboren, doorsteken: met acc. en dat.: δ. τρισὶ βελόναις τὴν γλῶτταν de tong met drie naalden doorboren Plut. Art. 14.4. door... boren, door... steken; met acc. en gen.: σφυρῶν σιδηρᾶ κέντρα διαπείρας μέσων toen hij ijzeren pinnen midden door zijn enkels had gestoken Eur. Phoen. 26.

Russian (Dvoretsky)

διαπείρω:
1 прокалывать, пронзать (τρισὶ βελόναις τὴν γλῶττάν τινος Plut.);
2 вонзать (σιδηρᾶ κέντρα τινός Eur.).

Greek (Liddell-Scott)

διαπείρω: διαπερῶ, διατρυπῶ, τι διά τινος Εὐρ. Φοιν. 26, πρβλ. Ἰλ. Π. 405.

Greek Monolingual

διαπείρω (Α) πείρω
τρυπώ, διατρυπώ.

Greek Monotonic

διαπείρω: μέλ. -περῶ, διαπερνώ, διατρυπώ, τι διά τινος, σε Ευρ.

Middle Liddell

fut. -περω
to drive through, τι διά τινος Eur.