ἀρτίδροπος

Revision as of 17:41, 21 December 2022 by Spiros (talk | contribs)

English (LSJ)

ον, = ἀρτιδρεπής (just plucked), v. ἀρτίτροπος.

Spanish (DGE)

-ον
cogido en flor, tierno A.Th.333 (cód.), cf. Eust.Op.335.28.

Greek Monotonic

ἀρτίδροπος: -ον (ἄρτιος, δρέπω), αυτός που κόπηκε, που συλλέχθηκε πριν λίγο, ο τρυφερής ηλικίας, σε Αισχύλ.· σε άλλους, ἀρτίτροπος, -ον (ἄρτι, τρόπος), ακριβώς στην ηλικία, αυτός που βρίσκεται στην ηλικία γάμου.

Russian (Dvoretsky)

ἀρτίδροπος: досл. недавно сорванный, перен. обесчещенный (Aesch. - v.l. ἀρτίτροπος).

Middle Liddell

ἄρτιος, δρέπω
ready for plucking, of tender age, Aesch.