παρεγείρω

Revision as of 11:51, 8 January 2023 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)btext=([\w\s]+)\.<br" to "btext=$1.<br")

English (LSJ)

raise partly, διὰ τροχιλίας Plu.Eum.11.

German (Pape)

[Seite 510] (s. ἐγείρω), daneben erregen, Plut. Eumen. 11.

French (Bailly abrégé)

exciter à avancer.
Étymologie: παρά, ἐγείρω.

Russian (Dvoretsky)

παρεγείρω: слегка подгонять (sc. τὸν ἵππον Plut.).

Greek (Liddell-Scott)

παρεγείρω: ἐγείρω ἐν μέρει, ὀλίγον, «τῶν δὲ ἵππων ἕκαστον ῥυτῆρσι μεγάλοις εἰς τὴν ὀροφὴν ἀναδεδεμένοις ὑποζώσας ... ἐμετεώριζε καὶ παρήγειρε διὰ τροχιλίας» (ἔνθα παρήνειρε Κοραῆς), Πλουτ. Εὐμέν. 11.

Greek Monolingual

Α
σηκώνω κάτι από το έδαφος ώστε μόνο ένα μέρος του να στηρίζεται σ' αυτό, μισοσηκώνω.

Greek Monotonic

παρεγείρω: μέλ. -εγερῶ, εγείρω, ξεσηκώνω μερικώς, σε Πλούτ.

Middle Liddell

fut. -εγερῶ
to raise partly, Plut.